- κολαρίζω
- [κολάρο]1. βυθίζω σε διάλυμα αμύλου λινά ή βαμβακερά υφάσματα ή ενδύματα, σεντόνια, τραπεζομάντηλα, γιακάδες κ.λπ. για να γίνουν σκληρά και στητά με το σιδέρωμα*2. προσθέτω άμυλο σε κρασί για να γίνει διαυγές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακολάριστος — η, ο αυτός που δεν έχει κολαριστεί, δεν έχει περαστεί με κόλλα πριν από το σιδέρωμα (για υφάσματα και ενδύματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κολαριστός < κολαρίζω] … Dictionary of Greek
κολάρισμα — το [κολαρίζω] 1. η εμβάπτιση υφάσματος σε διάλυμα αμύλου, ώστε μετά το σιδέρωμα να αποκτήσει σκληρή υφή 2. ο τεχνητός διαυγασμός θολού οίνου μετά τη ζύμωση … Dictionary of Greek
κολαριστός — ή, ό [κολαρίζω] (για υφάσματα) 1. αυτός που έχει κολαριστεί, που έχει βυθιστεί σε άμυλο για να γίνει σκληρότερος 2. (για πρόσ.) αυτός που φορά ρούχα καλοσιδερωμένα 3. (για κρασί) αυτός που έχει γίνει διαυγής με άμυλο … Dictionary of Greek
κολλαρίζω — βλ. κολαρίζω … Dictionary of Greek